- ελέγχω
- (AM ἐλέγχω)1. ερευνώ, εξετάζω για την ανεύρεση τής αλήθειας, ορθότητας, ακρίβειας, γνησιότητας, αξίας κάποιου αντικειμένου, εμπορεύματος, θέματος κ.λπ. («ελέγχω τα γραπτά, τους λογαριασμούς, την περιεκτικότητα σε κάτι», «φύλαξ ἐλέγχων φύλακα», «τί ταῡτ' ἐλέγχεις;»)2. επιπλήττω, κατηγορώ, αποδοκιμάζω («τον ελέγχουν για τη συμπεριφορά του»)3. (για λόγους, θεωρίες, επιχειρήματα κ.λπ.) αναιρώ, ανασκευάζω4. αποδεικνύω, αποκαλύπτωμσν.- νεοελλ.φρ. «η συνείδηση μέ ελέγχει» — έχω τύψεις συνειδήσεως, κρίνω ότι κάποια ενέργειά μου δεν ήταν ορθήαρχ.1. ατιμάζω, εξευτελίζω2. αποδεικνύω «διὰ τῆς εἰς ἄτοπον ἀπαγωγῆς»3. νικώ4. ενεργώ ως διαιτητής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με το ελαχύς* «μικρός, χαμηλός, ευτελής», επειδή οι δύο τ. παρουσιάζουν κάποια σημασιολογική ομοιότητα, δεδομένου ότι η αρχική σημ. του ρήματος είναι πιθ. «περιφρονώ, ντροπιάζω, εξευτελίζω, μειώνω», η οποία εξάλλου αρμόζει και στις ομηρικές, δικανικές και ιωνικές-αττικές χρήσεις τής λέξεως (πρβλ. και γερμ. schmahen, «μειώνω», μσν. άνω γερμ. smachen «μεταχειρίζομαι περιφρονητικά», αρχ. άνω γερμ. smāhen «μειώνω» [< smāhi «μικρός»] καθώς και γερμ. Schmach, μσν. άνω γερμ. smāhe, sm?he «εξύβριση»). Σύμφωνα με αυτήν την ετυμολογία, ο τ. ελέγχω αντί *ελέμφω < IE *lengwh- «ευκίνητος, ελαφρός», το δε -χ- τής λέξεως ερμηνεύεται αναλογικά προς το ελαχύς, ελάχιστος].
Dictionary of Greek. 2013.